|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαθμοθετώ? — — ξελογιάστρα — στολισμός — εκμαυλιστικός — νοθογένεια — σκωληκίαση — σκούδον — εκβιαστικός — σιλλιμανίτης — αεροφωτογραφία — φιλόφρων — καναρινής — εντερόνεια — ράγισμα — αγαπημένος — σταδιακά — δεκατιστής — ξυρίχι — γλυκοθώρημα — ευρωπαίος — αρρωσταίνω — βενετοκρατία |
|||