Новогреческий словарь
διθύραμβο
διθύραμβο
ο прям., перен.
дифирамб
;
ψάλλω ~άμβους γιά... — петь дифирамбы кому-л.
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дифирамб
? —
διθύραμβο
как с
(ново)греческого
переводится слово
διθύραμβο
? — дифирамб
#
(ново)греческий словарь
—
μαντεύομαι
—
δαιμόνιο
—
άφραγος
—
κατουρλόκαιρος
—
αυτοκινητοδρόμιο
—
ποδηγετώ
—
φιογκάκι
—
κληματόβεργα
—
βλαστικός
—
πυελίτιδα
—
γραφιστική
—
μασκαριλίκι
—
καλοβαλμένος
—
τελειοθήρας
—
δαμαλιδοκομείον
—
ξεπλύνω
—
ρηγόπουλο
—
ακτινοθεραπεία
—
αεροπλοΐα
—
μεσανός
—
διάλυση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве