Новогреческий словарь
στερεοσκοπικός
στερεοσκοπικός
стереоскопический
;
~ κινηματόγραφος — стереокино
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стереоскопический
? —
στερεοσκοπικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στερεοσκοπικός
? — стереоскопический
#
(ново)греческий словарь
—
ανυπέρβατος
—
παρέστην
—
ζωογονητικός
—
αλφάδιασμα
—
σύριος
—
γαλλόνι
—
χασούρα
—
αραχνοειδής
—
ανασπογγίζω
—
βαθερός
—
αλεπίδωτος
—
έξαψη
—
αρνησιθρησκία
—
γατομάτης
—
κυτταρολόγος
—
καταφοβίζω
—
υπόμισθος
—
αλαφρόγνωμος
—
αποβολιμαίος
—
επουράνος
—
ρουσφετολόγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве