Новогреческий словарь
ήρθα
ήρθα
αόρ. от έρχομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ήρθα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ιαμβοποιός
—
αηδονήσιος
—
φανφαρονίστικος
—
περηφάνια
—
μαγγανοπήγαδο
—
ανεξίλοστος
—
κνώδαλο
—
κατάπλωρος
—
ομόλογο
—
αλσώδης
—
διατορώ
—
τρεμούλα
—
έζευξα
—
αγοραίο
—
πυρεκβόλος
—
καταπονητικός
—
ρήσις
—
κρησφύγετο
—
ενδοιασμός
—
ακέρδητος
—
σκωληκοφαγωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве