|
имеющий одинаковую ширину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий одинаковую ширину? — ισοπλατής как с (ново)греческого переводится слово ισοπλατής? — имеющий одинаковую ширину — κυλόττα — πλειοδοτών — υπέρθλιψη — γρανιτένιος — ομοπάτριος — υπογένειον — ανθιβολή — οστεοαρθρίτιδα — ξύπνημα — πληθώρα — ταχύμετρο — εθνεγερσία — βρόχειος — ενδοφλεβικός — αυλακωτήρας — κυλίω — βραδιαζομαι — νομικώς — σκάλισμα — σίδηρομεταλλουργία — γονυκλινώς |
|||