|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουλκανιζατεράς? — — οκτακοσαριά — ομοιόβαθμος — λασκαρισμένος — έκφανση — ανταρτοπολεμικός — ρήγαινα — καβατζάρισμα — γυμνοσάλιαγκος — υγιεινολογία — υποκατάστημα — καμηλόδερμα — ασυνεχής — εύελπις — αναλφαβητικός — αναμάσηση — λυκαυγές — προσφάι — επιφανής — οινοπνευματοποιείο — νοερός — κοίλο |
|||