Новогреческий словарь
πρακτέο
πρακτέο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρακτέο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πιατέλα
—
γαϊδουράκι
—
φθοριούχος
—
εξαιρέτως
—
λιθογραφία
—
γιγάντιος
—
ανεπιφύλακτος
—
χειρουργικά
—
στενώ
—
φραξιονισμός
—
λαχταρίζω
—
διασπαστής
—
κοσμογραφία
—
αναμφισβήτητα
—
νεοπλατωνισμός
—
μαντατοφόρος
—
αναπαυτικός
—
τυπολιθογραφία
—
εύνοια
—
ανδηροειδής
—
νεοβιταλισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве