|
το маленькая пристройка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маленькая пристройка? — παράσπιτο как с (ново)греческого переводится слово παράσπιτο? — маленькая пристройка — ελληνοφοβίο — διαπραγματευτής — άρπαγος — κατασβένω — τινάζω — αμμότοπος — ευκαρυωτικό — έξαρμα — ενοίκησις — εμπλουτισμός — αντίπλευρος — παιδεραστικός — κατσαβίδι — υποκτηνίατρος — αλληλοσπαράσσομαι — ως — ανατομική — μάτι — αποφλεγματίζω — γαλακτοφαγώ — συνεισβάλλω |
|||