Новогреческий словарь
προσφυγάκι
προσφυγάκι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσφυγάκι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επιχρυσωμένος
—
βλοσυρά
—
μεσοχείμωνα
—
ευφόρητος
—
ραχιαίος
—
συζυγικός
—
βεργίζω
—
σεκοντάρω
—
διαλλάσσομαι
—
αποφυάδα
—
λίμασμα
—
νηστεύτρια
—
συμπατριώτης
—
εκπήδημα
—
απογιομίζω
—
σφήξ
—
βάρυον
—
Γαλλίδα
—
λιανοπουλητής
—
συντόμως
—
πανδοχείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве