Новогреческий словарь
επιπεδόκυρτος
επιπεδόκυρτ|ος
плоско-выпуклый
(о линзе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плоско-выпуклый
? —
επιπεδόκυρτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιπεδόκυρτος
? — плоско-выпуклый
#
(ново)греческий словарь
—
μάππα
—
δημοπρασία
—
βουτυρώνω
—
σπουδασμένος
—
αθέλητα
—
μαγκατζής
—
αδιείσδυτος
—
καμώνομαι
—
κορνίστας
—
ερυθραίνω
—
ξεγυμνωμένος
—
γκερντανλού
—
ιππεμπορεία
—
ταλκης
—
αστυφυλακή
—
εστάθην
—
ακροβάτης
—
αναλειωτός
—
σιναπικός
—
αρνήτρια
—
ρυμούλκηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве