Новогреческий словарь
μαργαριταρένιος
μαργαριταρένι|ος
1)
жемчужный
;
2)
перламутровый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жемчужный
? —
μαργαριταρένιος
как на
(ново)греческом
будет слово
перламутровый
? —
μαργαριταρένιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαργαριταρένιος
? — жемчужный, перламутровый
#
(ново)греческий словарь
—
πολύγραφο
—
ισορρόπηση
—
πολυήμερος
—
αναρροφητικά
—
έμβασμα
—
σημαιάκι
—
αναζωπύρηση
—
φλογίζομαι
—
πρωτομαγιάτικος
—
εικονικός
—
γαλβανομετρικός
—
σχεδιοποιημένος
—
κατάντεμα
—
γαλακτοφαγώ
—
πταισματοδίκης
—
πλοηγία
—
ανέμυαλος
—
αποκαθαρίδι
—
βιδολόγι
—
κηπευτική
—
ημιτριβής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве