Новогреческий словарь
διεσπάρην
διεσπάρην
παθ. αόρ. от διασπείρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διεσπάρην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μιμήτρια
—
αγορίνα
—
αχυρο-
—
εμβολιασμός
—
βιολοντσέλλο
—
εμπεριεκτικός
—
γεροντότερος
—
πρασόφυλλο
—
ιχνάριο
—
ναδίρ
—
κέρδος
—
δασμολόγος
—
γοργοπόδαρος
—
ολομέταξος
—
πυρακτωμένος
—
τάγμα
—
κλειδοκράτης
—
καλοπέφτω
—
υποσκάζω
—
ξελησμόνημα
—
ψεκτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве