Новогреческий словарь
λικβινταριστής
λικβινταριστ|ής
ο
ликвидатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ликвидатор
? —
λικβινταριστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
λικβινταριστής
? — ликвидатор
#
(ново)греческий словарь
—
γεροντογράδιο
—
αργοψένω
—
αδερφομοιράδι
—
επαναλέγω
—
οδόντωση
—
αβίωτος
—
εξελιξικρατία
—
χείλι
—
κυτταρογενετική
—
αντεκδίκηση
—
λάφιασμα
—
υπερκάθαρση
—
παραπάνω
—
αναμεμειγμένος
—
αρρωσταίνω
—
ψυκτήρας
—
πλουμιστός
—
μουλτεζίμης
—
Πρωτημαρτιά
—
τζαμιλίκι
—
ντετερμινισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве