|
ο τό хлебное дерево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлебное дерево? — αρτόκαρπος как с (ново)греческого переводится слово αρτόκαρπος? — хлебное дерево — χειραφεσία — μισοστρατίς — κλειστοφοβικός — ομόγραφος — κοράλλινος — αυτομετατροπέας — κοντόχρονα — αντιστέκω — στραβόξυλο — μά — αδιάπλευστος — κτώμαι — αντιοξυγόνος — ανασκέλιασμα — βουρδούλακας — σημαδιακός — γελαδότριχα — αυτομαθής — αχυρόλασπη — κάβω — υποδάπεδον |
|||