|
гриппозный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гриппозный? — γριππώδης как с (ново)греческого переводится слово γριππώδης? — гриппозный — μεροξημερώνομαι — πιλοτήριο — αναγεννήτρια — καλπουζανιά — συμβατικότητα — εντευκτήριον — αχυροστέγη — συγχροφασοτρόνιο — απόνηρος — μυξιάζω — αριθμογραφία — γαϊδούρης — ανεπίκαιρος — αρμακιάζω — σκοντάφτω — συμπέρασμα — παρατηρούμαι — χύτρα — θορυβημένος — αντίμεμα — αντίμετρο |
|||