|
η щёлок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щёлок? — στακτή как с (ново)греческого переводится слово στακτή? — щёлок — θωρακίζομαι — επιπλωτήρας — μελανότητα — βρωμόκαιρος — σχηματίζω — συμπυκνωτήρας — πολυτεχνας — αμαλαγιά — προικοδότηση — τριαρχία — αποσβολώνομαι — μίσεμα — παλαβός — σοφάς — καμινευτικός — χαλαζοβρόχι — σηρικό — υπνωτίζομαι — διαγκωνισμός — ηττοπάθεια — μνημοσύνη |
|||