|
(-υγος) ο 1) анат. копчик; 2) уст. кукушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово копчик? — κόκκυξ как на (ново)греческом будет слово кукушка? — κόκκυξ как с (ново)греческого переводится слово κόκκυξ? — копчик, кукушка — γιορτιαστικός — αφαρμάκευτος — αγγελοβαρεμένος — κυματοθραύστης — ξεραίνομαι — ξεμπουκάρω — βουλή — τσουγκρίζω — πρωτοψάλτης — τραμουντάνα — φιλοπρωτία — καταστάμενος — μεγάτιμος — κολύμπι — γεωτρύπανο — ηδονιστής — ύπερθεν — πισθάγκωνα — τάλιρο — σπερδουκλιά — ωοκέλυφος |
|||