Новогреческий словарь
διαλύζω
διαλύζω
причёсывать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
причёсывать
? —
διαλύζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαλύζω
? — причёсывать
#
(ново)греческий словарь
—
αίτιος
—
ευφημιστής
—
κατενώπιον
—
φαλαινίς
—
τερατογένεση
—
μπανιάρω
—
μαγγανεία
—
εμπλέκομαι
—
κρημνίζω
—
αρχιχρονιάτικος
—
εργος
—
διαμέτρημα
—
αμαστόρευτος
—
πουκαμισού
—
φαγώσιμα
—
ελκυσμό
—
εξανάστροφα
—
διαβητικός
—
Φράγκος
—
γαλακτοκομείο
—
συντονισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве