|
воен. трассирующий; ~ή σφαίρα — трассирующая пуля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трассирующий? — τροχιοδεικτικός как с (ново)греческого переводится слово τροχιοδεικτικός? — трассирующий — καλόγουστα — αναιώνιος — προέλληνας — παρηγορώ — κρυπτογράφος — όρθιος — πρόεδρος — γκοσσίζω — λιοτριβείο — σιγανοψιχάλισμα — ρακένδυτος — πισωκωλώνω — αναδέχομαι — ακαδημαϊκός — παρακελευσματικός — αθεσμοθέτητος — άλλοτε — κάψουλα — μπούχισμα — καταιγίδα — συμπαντικός |
|||