Новогреческий словарь
δελτάριο
δελτάριο
το
карточка
;
ταχυδρομικό (или επιστολικό) ~ — (почтовая) открытка
;
εικονογραφημένο ~ — художественная открытка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карточка
? —
δελτάριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δελτάριο
? — карточка
#
(ново)греческий словарь
—
εξωφρενισμός
—
βυσσινόκηπος
—
αυτομόρφωση
—
ποιητικότητα
—
γονδολιέρης
—
παντελονού
—
χαβάς
—
απανωβάνω
—
σκωληκοτρόφος
—
άρα
—
πολυκύλινδρος
—
βρυκολακιάζω
—
στρουθίον
—
αριστερά
—
καθέλκω
—
γκαζομετρητής
—
φιλίστωρ
—
Ιούλης
—
χρωμοφωτογραφία
—
αυτοφυής
—
ηλεκτροσκόπιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве