Новогреческий словарь
κεκλεισμένους
κεκλεισμένους
закрытый, запертый
;
===
~ών τών θηρών — при закрытых дверях
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закрытый
? —
κεκλεισμένους
как на
(ново)греческом
будет слово
запертый
? —
κεκλεισμένους
как с
(ново)греческого
переводится слово
κεκλεισμένους
? — закрытый, запертый
#
(ново)греческий словарь
—
αριστερόθεν
—
επιρρωννύω
—
φωνομιμητική
—
αργκιλές
—
πεζεβέγκης
—
γιαραμπής
—
αγεροκρέμαστος
—
μύωσις
—
επικριτής
—
αμμώδης
—
βύσμα
—
φλοισβίζω
—
αλγεινότητα
—
αμούδιαστα
—
λαχανόζουμο
—
δανεισμός
—
γκαλειουρίζω
—
κορτάρισμα
—
επταήμερος
—
ελίγδην
—
Αραβία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве