|
одновременно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одновременно? — σύγκαιρα как с (ново)греческого переводится слово σύγκαιρα? — одновременно — σπανακόπιττα — λατομείο — ριζικά — αστροφυσική — σλεπιτζής — προσφέρομαι — ανισόμετρος — ανταρτοπολεμικός — βαρυσήμαντος — πολυφωνικός — καρύκι — ξυλόστρωτο — γράδος — αφορολόγητος — απορριπτέος — τρυφή — κατακτητής — αναπηνιστήριον — λούμακας — γεράνιος — φατριασμός |
|||