Новогреческий словарь
πάτωμα
πάτωμα
το 1)
пол
;
2)
этаж
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пол
? —
πάτωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
этаж
? —
πάτωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πάτωμα
? — пол, этаж
#
(ново)греческий словарь
—
αποσυντονίζω
—
εργολήπτης
—
διωρυγόκλειθρον
—
περιπνευμονία
—
γλινιασμένος
—
φυλλόστρωτος
—
μήλιγγας
—
στενομπόλι
—
αλγόριθμος
—
συγκεκριμενοποιώ
—
καλλιεργημένος
—
μαξούλι
—
ειδικός
—
πηγαδάκι
—
ευχητικός
—
λιχούδικα
—
αραιός
—
ένδοθεν
—
δασύσκιος
—
αναιρέτης
—
κομπογιαννίτικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве