|
индонезийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индонезийский? — ινδονησιακός как с (ново)греческого переводится слово ινδονησιακός? — индонезийский — υπένδυσις — βιβλιοπωλειο — οινολογικά — πρωτύρικος — ανεμοτροχός — προσεύχομαι — καθίσταμαι — οστεοαρθρίτιδα — ωχρότητα — πληχτικός — δυσδιάκριτος — ονείρωξη — πονάω — μαρτυρολόγιο — πανόμοιος — κατασκεύασμα — εξαφάνιση — αμάλγαμα — καλύτερος — ανανεώνω — υγράλατος |
|||