Новогреческий словарь
δεσμευμένος
δεσμευμέν|ος
прям., перен.
связанный
(тж. хим.);
είμαι ~ — связанный словом, обещанием
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
связанный
? —
δεσμευμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεσμευμένος
? — связанный
#
(ново)греческий словарь
—
βραδυπορώ
—
σούρτα-φέρτα
—
πετσωμένος
—
χωρομετρώ
—
αμπαρωμένος
—
ύδατα
—
όροφος
—
αποκοσκινίζω
—
ακαταδίκαστος
—
ανταμείβομαι
—
μικρογράμματος
—
ασελιδοποίητος
—
ηδονικά
—
πρόδειπνο
—
βελονάδικο
—
αναγνωσματοποιώ
—
καταψυχτικός
—
καταστενοχωρώ
—
διακαώς
—
θορυβημένος
—
γύμνια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве