|
прикрывающий; ~ό απόσπασμα — воен. отряд прикрытия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прикрывающий? — προκαλυπτικός как с (ново)греческого переводится слово προκαλυπτικός? — прикрывающий — αργολόημα — τρολές — αλειμμένος — μαγαζιάτορας — μύλα — ευφημιστής — ραδικοζούμι — αλεποουρά — ισκιερός — εχθρεύομαι — επιβριθώς — φαρί — προειδοποιώ — ομιλουμένη — ενδοκαρδίτιδα — δυσωδία — αναβολιά — μετριοφρονώ — μύρρα — δόμος — αρρητίνωτος |
|||