|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διογκωτικός? — — αρόσιμος — λαγοκούνελο — πρωτοπλασματικός — πιστικός — μήτηρ — θυμιαστής — βασισμένος — τσιράκι — αλεποφωλιά — νομιμοποίηση — επαλλάσσω — ολονέν — αγεροκόμητος — μικροπρέπεια — τίμιος — ζωοθεϊσμός — ζωομορφία — μουστάκα — αυτοκαταδικάζομαι — κητώδης — Ρωμαίος |
|||