Новогреческий словарь
πατέντα
πατέντα
η
патент
;
===
είναι βλάκας μέ ~ — [phrase]он патентованный дурак[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
патент
? —
πατέντα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πατέντα
? — патент
#
(ново)греческий словарь
—
εξευμενιστικός
—
μακροκατοληξία
—
ουρανογνωσία
—
Δώρα
—
κυρίαρχος
—
δαμασκηνί
—
συλλυπητήριος
—
κοσμέω-κοσμώ
—
πρόσφυγας
—
αλγεινότητα
—
αχολογή
—
αγιάζω
—
ακαλανθίς
—
απογύρι
—
σφυροκοπώ
—
συμψηφισμός
—
πεταλουργείο
—
περιδίνησις
—
αναδίδω
—
μεγαλοπράγμων
—
δυσεξίτηλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве