|
священнодейственный; обрядовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово священнодейственный? — ιεροτελεστικός как на (ново)греческом будет слово обрядовый? — ιεροτελεστικός как с (ново)греческого переводится слово ιεροτελεστικός? — священнодейственный, обрядовый — βαναυσούργημα — θειάφη — ξεμαλλιασμένος — μυτερός — χεράτο — αποχαιρετιστήρια — αχρείαστος — ηλεκτροακουστική — μπάτσικα — παντιέρα — ελίσσομαι — αρτοφάγος — αποχετεύω — εγκσρδίωση — συγκεκριμένος — επιχέω — σύριγγα — παππουδίστικος — αζώγρητος — μαργαρώδης — σαπρία |
|||