|
η умение, ловкость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умение? — πιδεξιωσύνη как на (ново)греческом будет слово ловкость? — πιδεξιωσύνη как с (ново)греческого переводится слово πιδεξιωσύνη? — умение, ловкость — επίμαχος — μεταφωσφορικός — κατασυκοφαντώ — φωνογραφώ — νταράς — χωλός — ικανοποιημένος — αυτεπιστασία — παραταξιακά — συνειδοποίηση — φοροδοτικός — ανεξερνω — στιγμιαίος — σπεκουλάντικος — κατέχω — αργοκινώ — αγνωσία — χρυσογόνος — θεόφτωχος — αναδημιουργικά — εκζεματικός |
|||