|
медный; ~ αιών — медный век #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медный? — χαλκούς как с (ново)греческого переводится слово χαλκούς? — медный — αγγελοσκιάζομαι — λαθρέμπορος — χειρομαντεία — αναρροφητικός — παραξηλώνω — δίτερμα — κουτουράδα — παίζομαι — συσταλτός — οροθετικότητα — μηνορραιμία — στενογραφικός — αγριοκάτσικο — προαυλισμός — τραγέλαφος — τσουκαλάκι — ομπρέλλα — ευλογητής — αρσίζα — ξυλογράφος — αναισθήτιση |
|||