Новогреческий словарь
αλετροπόδι
αλετροπόδι
το 1)
лемех
;
2) (Α.) астр.
Орион
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лемех
? —
αλετροπόδι
как на
(ново)греческом
будет слово
Орион
? —
αλετροπόδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλετροπόδι
? — лемех, Орион
#
(ново)греческий словарь
—
μιμική
—
τιμωρία
—
αναδασωτέος
—
αντιμιασματικός
—
διαχυτικός
—
εύσκιος
—
ζευγαράκι
—
παράβλαστο
—
γνωμοδότης
—
αρχαιόθεν
—
κουκουβιάζω
—
αειφανής
—
φλοκκάτα
—
χάμω
—
μορτάκι
—
μαυρίδι
—
τουλούμι
—
αυγοκαλάμαρα
—
διαστολή
—
ρούμπος
—
ρεζίλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве