|
трубообразный, трубчатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трубообразный? — σωληνώδης как на (ново)греческом будет слово трубчатый? — σωληνώδης как с (ново)греческого переводится слово σωληνώδης? — трубообразный, трубчатый — ομοκεντρικότητα — καταστρώνω — αιχμαλωτίζομαι — αγυιόπαιδο — ασκωρίαστος — πειστήριος — χεσμένος — πτιλωτός — ταπετσαρία — ισοθερμικός — αλαφροκούκουλος — ονομασία — ΕΦΕΕ — μακροσυγγενής — καρδιαγγειογραφία — ξεπαρθένεμα — μοσχοστουβιά — φιλόθηρος — παγιώνω — απότολμος — αει- |
|||