|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παραπλήρωμα? — — εξατμίζομαι — τομεάρχης — μπαμπέσης — αντιπροσαγόρευση — υαλόφρακτος — συμπώ — επιβάλλων — συχωριανός — ξεμοντάρω — πατατόσουπα — ακούσιος — ορμάθιση — σκίζα — έξωρος — σταίνω — φιλάργυρος — παρτίδα — ύσγινον — καλιγωτής — διεξέρχομαι — πρωτυτερινός |
|||