|
привинченный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привинченный? — κοχλιοφόρος как с (ново)греческого переводится слово κοχλιοφόρος? — привинченный — δούμα — οψώνιον — μισοδρομίς — συλλογιέμαι — ολίσθημα — εκλαμπρότατος — ηλικιώνομαι — γλυκονανουρίζω — βράστη — πεζογέφυρα — φωτογραφώ — αναποφάσιστος — παρένθεση — γαργαρίζω — θεόμουρλος — εκλειπτική — στομαχάκι — θερμοχωρητικότης — σουφλέ — φτιασιδωμένος — ακρέμαστος |
|||