Новогреческий словарь
αρτιοδάκτυλος
αρτιοδάκτυλ|ος
парнокопытный
;
τά ~α — парнокопытные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
парнокопытный
? —
αρτιοδάκτυλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρτιοδάκτυλος
? — парнокопытный
#
(ново)греческий словарь
—
εξαναγκάζομαι
—
πινακίδα
—
δοκιμασμένος
—
ακροστιχίδα
—
αυτοδιαψεύδομαι
—
αντίλαμψη
—
βεβαίωση
—
συστάδην
—
σιτάρκεια
—
μισοντυμένος
—
αποσκάφτω
—
κατάματα
—
σακατιλίκι
—
αναξηραίνομαι
—
μεγαθυμία
—
αυτιάζομαι
—
μακροβιότητα
—
σκολοπισμός
—
περιορισμένος
—
πεσσιμιστής
—
λυχνοπέτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве