|
умирающий с голоду #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умирающий с голоду? — πειναλέος как с (ново)греческого переводится слово πειναλέος? — умирающий с голоду — ηλιόχρυσος — ακαλίγωτος — ξεκαπέλλωτος — ευζωία — αθήρευτος — ξεστρατίζω — πεντάξενος — συναριθμώ — υποσχετικό — ενδοκράνιος — σταχυολογώ — λιπαντέλαιο — ουρήθρα — υποδηλώνω — κλαβανή — λεχρίτης — πίνω — πυροτεχνική — απόνησο — σταυρώνω — βοερός |
|||