|
η патронташ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово патронташ? — φυσιγγιοθήκη как с (ново)греческого переводится слово φυσιγγιοθήκη? — патронташ — σιφούνι — ξεψείριασμα — λιχνιστικός — αεροθερμαγωγός — καπνοπαραγωγή — καταπιστευματοδόχος — αντιμηχονώμαι — πύρεξις — κόλπος — κατηχήτρια — εγερτήριος — καφές — θυσία — εξοβελίζω — σεσαγμένος — ημεράδα — επιζωοτικός — υποθήκευση — διπλοσάνιδο — ψιμυθίωση — εκκηρύττω |
|||