|
το «цамикос» (народный танец); === γίνομαι ~ ταμπάκος — становиться надоедливым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цамикос? — τσάμικο как с (ново)греческого переводится слово τσάμικο? — цамикос — Άτλας — αγωγεύς — κρίμα — αμελησία — Μάρτιος — εξέδρα — λογοκλόπος — ψεύδομαι — ανοικτο- — συμβιβασμένος — βαλβιδοπλαστική — νόημα — αποπνικτικός — σμηγματογόνος — αμετακινησία — σαρδανάπαλλος — ειδοποιώ — βουλκανιζατεράς — ανθόγαλα — επίψογος — βαρυστομαχιά |
|||