|
η грам. родительный падёж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родительный падёж? — γενική как с (ново)греческого переводится слово γενική? — родительный падёж — ανθρωποσωστικός — πτωχικός — ζευγαριάζω — ληθαργία — εξαεριούμαι — είδος — επικρατώ — ασβεστοπωλείο — γκιαούρης — προσωπικό — αντιφώνηση — ψυχοθεραπεία — εφτάρι — σάτιρα — προγυμναστήριο — αξομολόγητος — τριβελλίζω — τολμηρότητα — εκφανής — αυτοελέγχομαι — γενικός |
|||