Новогреческий словарь
αλεξίβροχος
αλεξίβροχ|ος
уст.
непромокаемый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непромокаемый
? —
αλεξίβροχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλεξίβροχος
? — непромокаемый
#
(ново)греческий словарь
—
μεταξοϋφαντουργός+
—
βιγκόνια
—
ακούρευτος
—
αρχιερατείο
—
χρωματοπώλης
—
διπλιάζω
—
συνεκβάλλω
—
αδιοχέτεοτος
—
αχόρταστος
—
ανεμοσκόρπιστος
—
αμφίσφαιρο
—
μπακίρα
—
έπαε
—
δυσμετάπειστος
—
άλογα
—
οδηγία
—
άσειστος
—
ζεματίζομαι
—
ζαλίζομαι
—
ορώ
—
καλαθοποιία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве