|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζυγόλουρο? — — άθροιση — λαγιάζω — αμπελοτόμος — ύψωση — γαληνεμός — παραπλέω — κυριότητα — καπίστρι — ρέμβη — ατμόϊππος — καταλογισμός — φλαουτίστρια — φουρτουνιασμένος — πολιτικάντης — καταψυγμένος — ξεκουμπίδια — προτροπή — συντελεύω — γιουχαρίζω — επασχολώ — σχετλιαστικός |
|||