Новогреческий словарь
μοιρολογίστρα
μοιρολογίστρα
η 1)
плакальщица
;
2) перен.
нытик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плакальщица
? —
μοιρολογίστρα
как на
(ново)греческом
будет слово
нытик
? —
μοιρολογίστρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοιρολογίστρα
? — плакальщица, нытик
#
(ново)греческий словарь
—
φαλτσέτα
—
ανιμίστρια
—
ετερομορφισμός
—
ακρόβαθρο
—
μανταρίστρα
—
ανεκδίκητος
—
ξυσμάρα
—
αλγολαγνεία
—
χειμερία
—
παραίνεση
—
αναπηνιστήριον
—
προπομπή
—
πεζοπορώ
—
κομψοτέχνημα
—
ενστιγματικός
—
αποσταίνω
—
εξοδεύω
—
κατώι
—
κατολισθαίνω
—
τοιχοκόλλημα
—
ακοορος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве