|
правящий; η ~ούσα τάξη — правящий, господствующий класс; οι ~οντες — правители; οι ~οντες (κύκλοι) — правящие круги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово правящий? — ιθύνων как с (ново)греческого переводится слово ιθύνων? — правящий — βράχος — ανέρωτος — βιολοντσέλλο — ιδιότητα — σίκλος — τακτοποίηση — αιωρούμαι — ξεθώριασμα — διάναξις — γαιανθρακοφορτίον — ελαιόμυλος — τραπεζογραμμάτιο — ερεισματικός — σακάς — τέτοιος — εξοπλίζομαι — ζωοβένθος — λόξυγγας — προσελκύω — ενθομητικός — κυμαίνομαι |
|||