Новогреческий словарь
αλαφροζυγιάζω
αλαφροζυγιάζω
обвешивать, обмеривать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обвешивать
? —
αλαφροζυγιάζω
как на
(ново)греческом
будет слово
обмеривать
? —
αλαφροζυγιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλαφροζυγιάζω
? — обвешивать, обмеривать
#
(ново)греческий словарь
—
ψιμυθιώνομαι
—
πεισματώδης
—
αστερώδης
—
εξηκοντούτης
—
γροσουλαρία
—
χιονόμπαλα
—
φιλεύω
—
γουρουνοβοσκός
—
ασκληραγώγητος
—
εντάφιος
—
πτωχός
—
επιβάλλων
—
ασυγχρονισμός
—
νοερά
—
Λιθουανή
—
αχρωματισμός
—
μετάνοια
—
γλιστράω
—
παρεφθαρμένος
—
χαλικοστρωμένος
—
ξεπουπούλλιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве