Новогреческий словарь
αλεφάντης
αλεφάντης
ο
слуховое окно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слуховое окно
? —
αλεφάντης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλεφάντης
? — слуховое окно
#
(ново)греческий словарь
—
υετογράφος
—
τορνευτής
—
επιγαστροκήλη
—
κοπιώδης
—
αρνιούμαι
—
αξιοπρεπώς
—
ανοιχτόκαρδος
—
ανασυνιστώ
—
ασύντακτα
—
επιβλέπω
—
εξαγγλίζω
—
ξηραίνω
—
αδιανέμητος
—
παστρικοχέρης
—
πέτσινος
—
πολεοδόμηση
—
απεσπασμένος
—
κωλοβάρεμα
—
καβαλλίκευμα
—
αναμαλάζω
—
αργυροκόσμητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве