|
малогабаритный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малогабаритный? — βραχυδιάστα как с (ново)греческого переводится слово βραχυδιάστα? — малогабаритный — συσταλτικός — αναιμάκτως — αλλοιωμένος — οπωρολαχανικά — βεβαιώνω — πρωτοδουλεύω — διαστρεβλωτής — ειρηνοποιός — ρούβλιο — καρδιογράφος — απισχναίνομαι — ξαναμηνώ — μελοδραματικά — αναπνευστός — ραφτόπουλο — σπηλαιόβιος — εργένικος — πιστακόχρους — μητρώος — απηδαλιούχητος — παιδεμός |
|||