Новогреческий словарь
περιστασιακός
περιστασιακός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιστασιακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χρηματιστική
—
επικονιάζω
—
δεκαπενθήμερο
—
παραγκάκι
—
φταρνίζομαι
—
γίγγλυμος
—
αντιμαρξιστικός
—
φανάρι
—
ευεργεσία
—
ανθρωπάκος
—
πρωτοπηγαίνω
—
βαβουίνος
—
πνευμονοθώρακας
—
γεννολογιά
—
πολυδακτυλία
—
αποκαλώ
—
φιλοπεριέργεια
—
εκδίπλωση
—
αποφθεγματικός
—
βούτας
—
τσουβάλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве