Новогреческий словарь
διαμετρητικός
διαμετρητικός
калибровочный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
калибровочный
? —
διαμετρητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμετρητικός
? — калибровочный
#
(ново)греческий словарь
—
μουσκώ
—
λορυγγολόγος
—
κυβερνώ
—
κορυφάς
—
πεντηκονταετία
—
χαχάνισμα
—
εμπορεία
—
διαβάτης
—
γλυκόλογος
—
μπουκαλάκι
—
βουβώνα
—
ημίφως
—
μεγαλοεπιχειρηματικός
—
λιγυρός
—
γιγαντεύομαι
—
αγγειολογικός
—
λαχάνιασμα
—
πλένω
—
ασχολούμαι
—
φυσιοκρατικός
—
στεμφυλόπνευμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве