|
(-ίδος) η 1) островок; 2) островок безопасности (пешеходов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово островок? — νησίδα как на (ново)греческом будет слово островок безопасности? — νησίδα как с (ново)греческого переводится слово νησίδα? — островок, островок безопасности — μικροκλιματολογία — αναφώνηση — χλωριασμός — ανωνυμογραφώ — βαρελάς — λογιώτατος — κοπρόσκυλο — υποκρισία — αδημιούργητος — Ιρλανδέζα — ψυχασθενικός — προεδρεία — άπατη — διασταλτικότητα — απρονοησία — ξεζουμισμένος — κατεβαίνω — σκελεθρωμένος — συγχρονιστικός — τσίκνα — διατάκτης |
|||